mutilante - ορισμός. Τι είναι το mutilante
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι mutilante - ορισμός


mutilante      
adj (de mutilar) Que mutila.
mutilar      
(lat mutilare) vtd
1 Cortar, decepar, retalhar qualquer parte exterior do corpo de: Mutilar cadáveres. vtd
2 Cortar (algum membro do corpo): Mutilar braços, pernas
vtd
3 Cortar ou destruir parte de; truncar: Mutilar estátuas. Mutilar uma obra literária
vtd
4 Cortar os ramos de: O mau jardineiro mutilou as árvores. vpr
5 Realizar em si próprio qualquer mutilação: Mutilara-se num ato de desespero. vint
6 Realizar mutilações: Os selvagens mutilavam, sem piedade. vtd
7 Amesquinhar, diminuir o merecimento de: Mutilar os méritos, mutilar o valor de alguém ou de alguma coisa. vtd e vpr
8 Castrar(-se).
mutilado      
adj. (-1686 cf. AVSerm) que se mutilou; que sofreu mutilação
1 fig. que se descaracterizou (diz-se de monumento); deteriorado, estragado
2 fig. que teve parte(s) suprimida(s) [diz-se de obra literária] n adj.s.m.
3 que ou quem não tem ou foi privado de um membro, órgão do corpo ou parte deles; amputado
-etim lat. mutilátus,a,um 'cortado, mutilado'; ver mutil- -sin/var ver antonímia de completo -ant ver sinonímia de completo Ç noção de 'mutilado', usar antepos. col(o)- e colob(o)-